Κάποια φάρμακα φθείρουν τη μνήμη σε άτομα άνω των 65 ετών και τείνουν να έχουν αρνητική επίδραση και στη συγκέντρωση της σκέψης .

Την επίδραση αυτή μπορεί να έχουν φάρμακα για την αϋπνία, το άγχος, την κατάθλιψη, τον κνησμό ή τις αλλεργίες, λέει διεθνής ομάδας επιστημόνων.
Σύμφωνα με γενικές πληροφορίες που συνοδεύουν τη μελέτη τους, ποσοστό έως 90% των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών παίρνουν τουλάχιστον ένα φάρμακο, ενώ το 18% παραπονιούνται ότι η μνήμη τους αρχίζει να τους προδίδει.

Η νέα μελέτη υποδηλώνει ότι μπορεί να υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στα δύο.

Όπως γράφουν στην επιθεώρηση «Drugs & Aging» η δρ Κάρα Τάνενμπαουμ, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιατρικής & Φαρμακευτικής στο Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ, και οι συνεργάτες της, εξέτασαν τα ευρήματα 162 πειραμάτων με φάρμακα που έχουν τη δυνατότητα να ενώνονται με συγκεκριμένους υποδοχείς του εγκεφάλου (λέγονται χολινεργικοί, οπιοειδείς, υποδοχείς ισταμίνης και υποδοχείς GABA).

Η έρευνα έγινε για να διαπιστωθεί ποια φάρμακα έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να επηρεάσουν τις μνημονικές (μνήμη) και μη μνημονικές (προσοχή, συγκέντρωση, απόδοση) λειτουργίες του εγκεφάλου.

Το γενικό συμπέρασμα ήταν πως αρκετά φάρμακα μπορούν να προκαλέσουν μνημονικές και μη μνημονικές δυσλειτουργίες.

Πιο συγκεκριμένα, οι βενζοδιαζεπίνες (είναι μία οικογένεια φαρμάκων που συχνά χορηγούνται για την αντιμετώπιση του άγχους και της αϋπνίας) διαπιστώθηκε ότι διαταράσσουν τη μνήμη και τη συγκέντρωση.

Μάλιστα η φθορά που προκαλούν είναι ανάλογη με τη δόση που λαμβάνεται (όσο μεγαλύτερη και επί περισσότερο καιρό, τόσο το χειρότερο για τη μνήμη).

Αντίστοιχα, τα αντισταμινικά (χορηγούνται για τις αλλεργίες και τον κνησμό) και τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά προκαλούν προβλήματα στην ικανότητα συγκέντρωσης της προσοχής και στην επεξεργασία των πληροφοριών.

Η δρ Τάνενμπαουμ, η οποία είναι επίσης η διευθύντρια Έρευνας στο Πανεπιστημιακό Ίδρυμα Γηριατρικής του Μόντρεαλ (IUGM), εκτιμά πως τα ευρήματα αυτά υποστηρίζουν τις συστάσεις που εξέδωσε την άνοιξη του 2012 η Αμερικανική Γηριατρική Εταιρεία και η οποία τονίζει ότι τα υπνωτικά, τα αντισταμινικά πρώτης γενιάς και τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά δεν πρέπει να χορηγούνται στους ηλικιωμένους.


«Είναι πολύ σημαντικό να ενημερωθεί το κοινό γι’ αυτή τη συσχέτιση, ούτως ώστε να μπορούν οι ασθενείς να μιλούν πιο άνετα με τους γιατρούς τους για τις ασφαλέστερες φαρμακολογικές ή μη φαρμακολογικές θεραπευτικές επιλογές τους», δήλωσε.

Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι κάθε ασθενής είναι ξεχωριστή περίπτωση και η όποια απόφαση πρέπει να είναι εξατομικευμένη. «Παρά τους γνωστούς κινδύνους, μπορεί για ορισμένους ασθενείς να είναι προτιμότερο να συνεχίσουν την φαρμακευτική αγωγή τους, από το να αναγκαστούν να ζήσουν με ανυπόφορα συμπτώματα», είπε χαρακτηριστικά.

Σε κάθε περίπτωσή, όμως, «κάθε ασθενής έχει δικαίωμα να λάβει μία ενημερωμένη απόφαση, η οποία θα βασιστεί στις προτιμήσεις τους αλλά και στην πλήρη κατανόηση των επιδράσεων που μπορεί να έχουν τα φάρμακα στη μνήμη και στην εγκεφαλική λειτουργία του», κατέληξε.