Δημοσίευμα των Financial TImes κάνει λόγο για απαίτηση του Βερολίνου να προσληφθούν ξένοι εμπειρογνώμονες

Η γερμανική κυβέρνηση ζητά την «υποχρεωτική» πρόσληψη ξένων ειδικών για να βοηθήσουν στην Ελλάδα στην είσπραξη των φόρων, την καταπολέμηση της διαφθοράς και την ιδιωτικοποίηση της κρατικής περιουσίας, ως αντάλλαγμα για την επιμήκυνση κατά δύο χρόνια του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της, αναφέρει δημοσίευμα της εφημερίδας Financial Times, σήμερα.
Όπως σημειώνεται σε αυτό, τα μέτρα επιβολής διεθνούς ελέγχου στη λήψη των αποφάσεων που αφορούν τον ελληνικό προϋπολογισμό θα είναι περισσότερο προωθημένα σε σχέση με το παρελθόν. Τα μέτρα αυτά υποστηρίζονται, σύμφωνα με αξιωματούχους της ΕΕ, από τη Γαλλία και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το δημοσίευμα αναφέρει ότι αντίγραφο του σχεδίου (σ.σ.: για τη συμφωνία όσον αφορά το νέο πρόγραμμα) είναι σε γνώση της εφημερίδας και ότι αυτό προβλέπει επίσης την αυτόματη και οριζόντια μείωση των δημοσίων δαπανών, εάν η Ελλάδα αποκλίνει από τους αναθεωρημένους στόχους για το δημοσιονομικό έλλειμμα. 
«Είναι μία σκληρή αλλά ρεαλιστική πρόταση», δήλωσε ένα υψηλόβαθμος Ευρωπαίος αξιωματούχος που μετέχει στις διαπραγματεύσεις. Ωστόσο, προσθέτουν οι Financial Times το ΔΝΤ παραμένει επιφυλακτικό για τα μέτρα αυτά.
Ευρωπαίοι αξιωματούχοι σημειώνουν ότι αν και ήταν κοντά, η τελική συμφωνία για την επιμήκυνση του προγράμματος έως το 2016 δεν είχε ολοκληρωθεί έως το απόγευμα της Τετάρτης.
Σύμφωνα με τους ίδιους αξιωματούχους, το αναθεωρημένο πρόγραμμα θα απαιτούσε πρόσθετη χρηματοδοτική βοήθεια στην Ελλάδα ύψους 16 δισ. ευρώ έως 18 δισ. ευρώ. Στα προσχέδια των μνημονίων που θα υπογραφούν από την Αθήνα και είναι σε γνώση των Financial Times σημειώνεται ότι η επιμήκυνση των δύο ετών θα δοθεί για να επιβραδυνθεί ο ρυθμός των μέτρων λιτότητας εν μέσω μίας βαθύτερης οικονομικής ύφεσης. Αντί για μειώσεις ύψους 3% του ΑΕΠ κάθε χρόνο, το αναθεωρημένο σχέδιο απαιτεί μέτρα λιτότητας που ανέρχονται σε 1,5% του ΑΕΠ. «Η βαθύτερη του αναμενόμενου ύφεση απαιτεί την αναθεώρηση του ρυθμού δημοσιονομικής προσαρμογής και τη χρονική επέκταση των δημοσιονομικών μέτρων», αναφέρεται στο 40σέλιδο σχέδιο του μνημονίου. Οι στόχοι του προϋπολογισμού δεν έχουν, ωστόσο, συμπληρωθεί στο προσχέδιο.
Με ένα ξεχωριστό σχέδιο μνημονίου περιορίζονται περισσότερο από το μισό οι προβλέψεις για έσοδα από αποκρατικοποιήσεις. Με το πρόγραμμα που συμφωνήθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο, προβλέπονταν έσοδα 19 δισ. ευρώ από αποκρατικοποιήσεις έως το τέλος του 2015. Με το νέο πρόγραμμα, η εκτίμηση αυτή περιορίζεται στα 8,5 δισ. ευρώ, ενώ γίνεται πρόβλεψη για έσοδα 11,1 δισ. ευρώ έως το τέλος του 2016.
Μόλις υπογραφούν οι όροι της συμφωνίας, η συζήτηση θα επιστρέψει και πάλι στις Βρυξέλλες, αναφέρει το δημοσίευμα, όπου οι αξιωματούχοι πρέπει να αποφασίσουν για την πρόσθετη χρηματοδότηση του αναθεωρημένου προγράμματος. Αξιωματούχος που μετέχει στις διαβουλεύσεις δήλωσε ότι οι διαπραγματεύσεις για το θέμα αυτό θα ξεκινήσουν σήμερα. «Το όλο θέμα της χρηματοδότησης μόλις ξεκίνησε», είπε. Αν και οι αξιωματούχοι έχουν εξετάσει ένα σχέδιο επαναγοράς των ελληνικών ομολόγων σε χαμηλές τιμές και ακύρωσής τους, πολλοί πιστεύουν τώρα ότι αυτό θα κάνει μόνο μία κοιλιά» στις ανάγκες χρηματοδότησης της Ελλάδας. Αντίθετα, επικεντρώνουν την προσοχή τους στη μείωση των επιτοκίων των δανείων διάσωσης της Ελλάδας ως τον τρόπο για την εξεύρεση πρόσθετης χρηματοδότησης.
Εκτός από την πρόσληψη ξένων τεχνοκρατών, στη σελίδα που έχει επικεφαλίδα «αυξημένοι μηχανισμοί διακυβέρνησης και ελέγχου», η οποία θα αποτελέσει μέρος των συζητήσεων στις Βρυξέλλες, αναφέρεται επίσης η μεταφορά των όποιων πλεονασμάτων (σ.σ.: πρωτογενών) του ελληνικού προϋπολογισμού σε ένα «λογαριασμό διαχείρισης (trust account) που θα ελέγχεται διεθνώς και ο οποίος θα χρησιμοποιείται για την εξυπηρέτηση του χρέους.
Αυτά τα μέτρα φαίνονται στο Βερολίνο ως απαραίτητα όχι μόνο για να καθησυχασθεί το γερμανικό κοινοβούλιο, αλλά και για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των ιδιωτών επενδυτών που θα ενδιαφέρονταν για το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων της Ελλάδας. Ωστόσο, προσθέτει το δημοσίευμα, άλλοι συμμετέχοντες στις συζητήσεις δήλωσαν ότι θεωρούν πως η πρόταση έχει πολιτικά κίνητρα. «Όλα αυτά αφορούν την πολιτική», δήλωσε ένας υψηλόβαθμος αξιωματούχος, προσθέτοντας: «Δεν υπάρχουν καλοί οικονομικοί λόγοι για αυτό. Όλα αυτά τα χρειάζεται (το Βερολίνο) πολιτικά».