Αύξηση κατά 100% παρουσιάζει η ζήτηση στην αγορά για καυσόξυλα, σε σχέση με πέρσι. Φαίνεται πως οι καταναλωτές αναζητούν οικονομικότερους τρόπους για να εξασφαλίσουν τη θέρμανσή τους για το χειμώνα, αφού το πετρέλαιο... καίει... >>>


Οι έμποροι επισημαίνουν ότι η ζήτηση έχει διπλασιαστεί σε σχέση με πέρσι και οι ίδιοι αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τους πελάτες τους. Αυτό οφείλεται και στο ότι δεν χρηματοδοτήθηκε η υλοτομία κι έτσι η κοπή ξύλων έχει "πέσει". Επειδή, μάλιστα, τα ελληνικά ξύλα δεν επαρκούν για να καλύψουν την εγχώρια ζήτηση, η αγορά έχει κατακλυστεί από βουλγαρικά ξύλα, τα οποία έμποροι και δασάρχες εκτιμούν ότι αποτελούν σήμερα το 90% των ποσοτήτων που διακινούνται στη Μακεδονία. 
«Όλο και περισσότεροι αγοράζουν σόμπες ή φτιάχνουν τζάκια. Στις οικοδομές, όμως, με μεγάλο ύψος είναι πολύ δύσκολο να μεταφερθούν και να αποθηκευτούν τα ξύλα» τονίζει στο ΑΜΠΕ ο πρόεδρος του Σωματείου Ξυλεμπόρων Δράμας Μιχάλης Ισαακίδης. 
Σε ό,τι αφορά τα επίπεδα των τιμών, αυτά διαφοροποιούνται ανά περιοχή. Στη Δράμα, ο κ. Ισαακίδης κάνει λόγο για μηδενική αύξηση των τιμών σε σχέση με πέρσι και αναφέρει ότι ο τόνος πωλείται έναντι 100 ευρώ. 
Η τιμή, όμως, αυξάνει στη Θεσσαλονίκη, όπου φτάνει τα 140 ευρώ και τη Λάρισα, όπου διαμορφώνεται στα 150 ευρώ τον τόνο. 
Για αύξηση των τιμών σε σχέση με πέρσι κατά 10% κάνει λόγο ο διευθυντής δασών της Φλώρινας Στέφανος Γρούιος, που αναφέρει ότι οι τιμές στην  περιοχή κυμαίνονται μεταξύ 85 και 110 ευρώ ανά τόνο, σε μία περιοχή, όμως, πλούσια σε δάση με πολύ λιγότερες ποσότητες εισαγόμενου βουλγαρικού ξύλου, αλλά και χειμώνες που διαρκούν οκτώ μήνες σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες.  Ταυτόχρονα αυξήθηκαν και οι έλεγχοι. Όπως τονίζει ο προϊστάμενος του δασαρχείου Πολυγύρου Λευτέρης Πιτσόκος, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των Πρεσπών, όπου κατά τον κ. Γρούιο, σημειώνονται κρούσματα λαθροϋλοτομίας από Αλβανούς που μπαίνουν στα δάση δρυός και μεταφέρουν τα ξύλα πίσω στη χώρα τους. 
Η αναπληρωτής δασάρχης Θεσσαλονίκης, Ελένη Αγγελίδου, επισημαίνει ότι ενώ μέχρι πριν από λίγα χρόνια γίνονταν πέντε – έξι μηνύσεις το χρόνο για τέτοιες παρανομίες, το πρώτο τρίμηνο του 2012 καταγράφηκαν ήδη 15!