Δράμα, του ΣΑΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗ

Νύχτα στη Δράμα και οι προβολές έχουν τελειώσει για σήμερα. Ο κόσμος που ξεχύνεται στη πόλη από τις αίθουσες προβολής, αντικρίζει μια πόλη νεκρή. Τι κι αν το Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας κλείνει φέτος 35 χρόνια;. Τι κι αν συμπληρώνει 18 χρόνια το διεθνές κομμάτι του; Η Δράμα, οι κάτοικοί της, απέχουν. >>>

Οι δρόμοι νεκροί. Μερικοί περιπτεράδες στο κέντρο και κάποιοι ταξιτζήδες ξενυχτάνε, φαντάσματα της πόλης, κουρασμένοι από τη δουλειά όλης της μέρας. Ξενυχτάνε περιμένοντας τους ανθρώπους του φεστιβάλ, για να τους πουλήσουν τσιγάρα, για να τους πάνε στα ξενοδοχεία ή όπου αλλού θέλουν να πάνε. 
Θεσμός 35 χρόνων το φεστιβάλ της Δράμας. Το πανηγύρι των μικρομηκάδων. Οι δακτυλοδεικτούμενοι επισκέπτες, με τις τσάντες του φεστιβάλ στον ώμο και το καρτελάκι να κρέμεται από το λαιμό, συγκεντρώνονται σε συγκεκριμένα μαγαζιά. Μόνο αυτοί. Οι Δραμινοί είναι ήδη στα σπίτια τους. Τα μαγαζιά – στέκια των ανθρώπων του φεστιβάλ, κάποια μπαράκια και μερικές ταβέρνες, είναι τα μόνα που έχουν κόσμο. Μόνο τους ανθρώπους του φεστιβάλ. Μόνο αυτά ξενυχτάνε και δουλεύουν. Οι υπόλοιπες καφετέριες και μπαρ, αν δεν έχουν κλείσει, μαζεύουν τραπέζια. Μόνο 2-3 φίλοι που ξέμειναν πίνουν το τελευταίο ποτό πριν φύγουν κι αυτοί. Η πόλη έρημη.
Τον αριθμό ρεκόρ των 84 ελληνικών ταινιών φτάνει η φετινή σοδειά του διαγωνιστικού τμήματος, από τις 209 που υποβλήθηκαν. Ανεξάρτητες παραγωγές στην πλειονότητά τους με θεματολογία που δίνει έμφαση στα προβλήματα από την κρίση. Την κρίση που χτυπάει και την ίδια τη Δράμα, και ο πολιτισμός φαίνεται ότι δεν μπορεί να αποτελέσει αντίδοτο. Και δεν είναι μόνο το φεστιβάλ που δεν τραβάει τον κόσμο. Ένα ρεμπετάδικο υπήρχε, κι αυτό έκλεισε πέρσι. Ούτε όμως τα μεγάλα μαγαζιά με μπουζούκια ευδοκιμούν όπως γινόταν παλιά. Οι καφετέριες, μεγάλες και απλωμένες όσο μπορούν, φαίνεται ότι είναι οι μόνες επιχειρήσεις που ευδοκιμούν λίγο περισσότερο από τις άλλες. 
Ετσι λοιπόν φτάνει στα 35 χρόνια του το φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους της Δράμας. Σε ένα πάρκο όαση με τρεχούμενα νερά και πάπιες μέσα στην πόλη, που σε κάνει να νομίζεις ότι είσαι στην ύπαιθρο. Ξεκομμένο όμως από την ίδια την πόλη, που δεν μπορεί ή δεν θέλει να το αγκαλιάσει. Ο δήμος μπροστάρης και φέτος, οργανώνει, χρηματοδοτεί, συνεχίζει τη πορεία. Αλλά, για κάποιο λόγο, δεν μπορεί να φέρει τον κόσμο στις αίθουσες και κοντά στο θεσμό. Όταν όμως η ανεργία έχει ήδη χτυπήσει τη πόρτα και έχει στρογγυλοκαθίσει στα σπίτια, τότε δεν είναι οι κάτοικοι που πρέπει να αγκαλιάσουν το φεστιβάλ, αλλά το φεστιβάλ και ο δήμος είναι που θα πρέπει να κάνουν τις ταινίες αντίδοτο στη θλίψη και στην αγωνία της ανεργίας και της ανέχειας. Αν το κοινό μιας μικρής πόλης απέχει από έναν θεσμό 35 ετών, τότε δε φταίει μόνο η μία πλευρά. Και αν η μία από τις δύο πλευρές έχει την ευθύνη να απαλύνει τον πόνο της ανεργίας, τότε αυτή είναι που πρέπει να απλώσει το χέρι στο κοινό, να βοηθήσει, να το κάνει, αν όχι κοινωνό, τουλάχιστον φίλο.