Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, επί οκτώ χρόνια, έκλαιγε η Αθανασία. Λες και είχε έναν δικό της άνθρωπο, πεθαμένο, μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Λες κι οι καμπάνες ακούγονταν για δικό της νεκρό. >>>
Το κλάμα της άρχιζε βουβό, από το πρωί. Κι ύστερα, όσο η μέρα περνούσε, όσο πήγαινε από τον έναν Επιτάφιο στον άλλον, γινόταν λυγμός. Ώσπου, το βράδυ, στα Εγκώμια, δεν είχε άλλο δάκρυ. Στέρευαν τα μάτια της κι έμενε εκεί, να κοιτάζει τον ξύλινο, στολισμένο με λουλούδια, Επιτάφιο.
Μόλις 28 χρονών ήτανε η Αθανασία. Όμως φορούσε μαύρα, εδώ και οκτώ χρόνια. Ήταν 20, τότε. Ήταν Μεγάλη Παρασκευή, τότε. Φορούσε ένα άσπρο φόρεμα, με πράσινα και κίτρινα λουλούδια. Εκείνη τη μέρα δεν έβρεχε. Είχε ήλιο. Κι ήταν ευκαιρία, να το φορέσει –κι ας ήταν κοντομάνικο.
Η μάνα της φώναζε: «Θα κρυώσεις»! Μα ποιος την άκουγε… Έβαλε το λουλουδάτο φόρεμα κι έτρεξε στο Νίκο.
Αχ, ο Νίκος… Ο μεγάλος έρωτας… Ο σχολικός. Από παιδιά ήταν μαζί. Μόλις επτά χρονών, όταν εκείνος έσκυψε και τη φίλησε, για πρώτη φορά. Στην αλάνα. Πίσω από τα παρκαρισμένα φορτηγά, που είχαν κρυφτεί τα δυο τους, παίζοντας κρυφτό με τα άλλα παιδιά.
Και μεγάλωσαν μαζί. Και μπήκαν μαζί στο Πανεπιστήμιο. Και πήραν, μικροί-μικροί, την απόφαση. Στα 20 τους, Χριστούγεννα, αρραβωνιάστηκαν.
Οι γονείς τους, δεν είχαν καμία αντίρρηση. Ίσα-ίσα, που το χάρηκαν. «Είδες, που φοβόσουνα» της είχε πει ο Νίκος, με μια παιχνιδιάρικη διάθεση. Κι εκείνη έκλεισε τα μάτια της και τον φίλησε, απαλά, στο στόμα. Πόσο χαζή ήταν, που φοβήθηκε τι θα πουν οι δικοί της.
Όλα μέλι, όλα ζάχαρη. Περάσανε έτσι, τέσσερις μήνες. Κι ήρθε το Πάσχα. Αγόρασε το λουλουδάτο φόρεμα. Και, τη Μεγάλη Παρασκευή, το φόρεσε για να πάει στους επιτάφιους. Έτσι έκανε από μικρή.
Μεσημεράκι, πια, έφθασε στο μαγαζί του Νίκου. Ψιλικατζής ήταν ο καλός της. Ευγενικός, πρόθυμος, το καμάρι των γονιών του κι ο αγαπημένος της γειτονιάς. Μπήκε μέσα, με τον αέρα του φορέματος και του χαμογέλασε.
Εκείνος, έδινε τα ρέστα σε έναν πελάτη. Την κοίταξε, σφύριξε έτσι όπως σφυρίζουν οι άντρες όταν δουν μια γυναίκα που αξίζει να της σφυρίξουν και της χαμογέλασε κι εκείνος.
«Θα πάμε»;
«Ξέρω γω, μωρέ Νίκο… Αργά δε θα είναι; Θα είσαι και κουρασμένος»…
«Ούτε να το σκέφτεσαι»…
Του είχε πει να πάνε στο μοναστήρι, στην Αγία Αναστασία. Είχε ακούσει πως εκεί, είναι υπέροχα στην περιφορά. Κόσμος πολύς, με κεριά στα χέρια –το μοναδικό φως, αυτό και των αστεριών. Όμως τώρα, το ξανασκεφτόταν.
Με τα πολλά, ο Νίκος την έπεισε. Πήραν και τους γονείς της, εκείνη έριξε μια ζακέτα πάνω από το λολυλουδάτο φόρεμα, μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν.
Ήταν έξω από τη Νέα Ραιδεστό, όταν είδαν τα φώτα. Το λουλουδάτο φόρεμα γέμισε αίματα. Έκανε να περπατήσει τρεις μήνες. Δεν κατάφερε να πάει στις κηδείες των γονιών της και του Νίκου. Το παιδί χάθηκε… Πριν γνωρίσει τον κόσμο… Της είπαν πως ήταν τριών μηνών, πως δεν είχε, ακόμη, σχηματιστεί, πως, πως, πως… Όλα αυτά, δε μετρίασαν τον πόνο της.
Από τότε φορούσε τα μαύρα. Στην εκκλησία δεν ξαναπήγε. Μόνον κάθε Μεγάλη Παρασκευή, έτρεχε από επιτάφιο σε επιτάφιο. Κι έκλαιγε. Από το πρωί, ως το βράδυ…
Κι ας επέμεναν οι γονείς του Νίκου. Ας την είχαν πάρει δίπλα τους, σαν παιδί τους. «Τι θα πει σαν… Παιδί μας είσαι», έλεγε και ξανάλεγε ο μπάρμπα – Κώστας, ο πατέρας του Νίκου. Κι ας την έσπρωχνε, με το ζόρι, να βγει έξω, να διασκεδάσει. Να γνωρίσει «ένα καλό παιδί, να, σαν το Νίκο μας», της έλεγε κι έβαζε τα κλάματα ο μπάρμπα – Κώστας. Και το ΄λεγε με την καρδιά του -το ήξερε εκείνη.
Αλλά και η Θοδώρα, η μάνα του Νίκου, την είχε αγκαλιάσει από την πρώτη στιγμή. Εκείνη σταματούσε τον άντρα της: «Όταν θελήσει, η Αθανασούλα μας, θα βρει μόνη της το καλό το παιδί! Άσ’ τον παιδί μου, γέρασε και ξεκούτιανε», έλεγε κι έκανε πως τον μάλωνε…
Έτσι κι εκείνη τη Μεγάλη Παρασκευή. Μετά από οκτώ χρόνια. Πήρε τους δρόμους –και τους επιτάφιους.
Εκεί, στον Άγιο Στυλιανό, δεν είχε πολύ κόσμο. Κάποιες γριές κάθονταν στα στασίδια. Παιδιά έπαιζαν στην αυλή. Και μέσα, ένας μεσόκοπος προσκυνούσε. Κανείς άλλος.
Πλησίασε τον Επιτάφιο. Έσκυψε να προσκυνήσει.
«Δεν κάνεις καλά, που κρατιέσαι μακριά μου»!
Τραβήχτηκε απότομα. Στράφηκε πίσω της. Την κοιτούσε κατάματα. Ψηλός, αδύνατος, με ένα βλέμμα γλυκό, μέλι… Της φάνηκε ότι τον είχε ξαναδεί, μια – δυο φορές, στη γειτονιά. Της φάνηκε πως αγόραζε τσιγάρα, από το ψιλικατζίδικο. Αλλά δεν ήταν σίγουρη.
Έμεινε να τον κοιτάζει –δεν ήξερε τι να πει. Δεν ήξερε, καν, αν μιλούσε σ΄ εκείνη. Όταν της ξαναμίλησε, σιγουρεύτηκε:
«Φτάνει τόσο… Έλα κοντά μου. Έλα μαζί μου»…
Κι ύστερα γύρισε προς την έξοδο. Βγήκε στο προαύλιο. Εκεί που έπαιζαν τα παιδιά.
Η Αθανασία, τον ακολούθησε με το βλέμμα της. Τον είδε να χάνεται στο φως του μεσημεριού. Στα αυτιά της έφθαναν, πια, μόνον οι φωνές των παιδιών.
Πήρε ένα λουλούδι από τον Επιτάφιο. Βγήκε στην αυλή. Άρχισε να περπατάει προς το σπίτι. Το είχε πάρει απόφαση. Αύριο, Μεγάλο Σάββατο, θα πήγαινε να αγοράσει ένα φόρεμα. Ένα λουλουδάτο φόρεμα.
Δ.Ι.Ασπροπούλης

Η φωτογραφία είναι του Νίκου Ζερβονικολάκη, Μεγάλη Παρασκευή, στην Τήνο
Παρακαλώ όποιον θελήσει να αναπαράγει το κείμενο, να βάλει το όνομα του συγγραφέα.