Πριν λίγες ημέρες ο Μεχμέτ Γκιορμέζ, επικεφαλής Θρησκευτικών Υποθέσεων της Τουρκίας, παραχώρησε μια άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη στην εφημερίδα της γειτονικής χώρας Today’s Zaman, στην οποία, μεταξύ άλλων, εκφράσθηκε υπέρ της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.
Επισήμανε δε ότι θρησκευτικά θέματα, θέματα θρησκευτικής παιδείας όπως και τα θέματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν αρμόζει να συνδέονται με οποιοδήποτε τύπου «αμοιβαιότητα». Είναι προφανές ότι τέτοιου είδους δηλώσεις, που αγγίζουν την ουσία μιας υπόθεσης που άπτεται των θρησκευτικών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι κάτι παραπάνω από καλοδεχούμενες. Ωστόσο, θα πρέπει να τις ακολουθήσουν, επιτέλους, και συγκεκριμένες πράξεις εκ μέρους των Κυβερνώντων της Τουρκίας.
«Δεν αρμόζει στη μεγαλοσύνη του πολιτισμού που έχει αναπτυχθεί στον τόπο μας, οι Ορθόδοξοι χριστιανοί πολίτες να πρέπει να στέλνουν τα παιδιά τους στην Ελλάδα και οι Αρμένιοι στην Αρμενία, για να εκπαιδευτούν ως κληρικοί», είχε αναφέρει ο Μεχμέτ Γκιορμέζ και σε άλλο σημείο της συνέντευξής του σημείωσε ότι, «το θέμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης πρέπει να λυθεί λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τις απόψεις των εκπροσώπων της μειονότητας».
Πρόσφατα, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, μετά την συνάντησή του με τον Πρωθυπουργό της Τουρκίας, εξέφρασε την ικανοποίησή του για την απόφαση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να επαναλειτουργήσει η Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Βέβαια ο Πρωθυπουργός Ερντογάν δεν έκανε κάποια σχετική δήλωση αλλά αν κρίνουμε από τη μέχρι τώρα στάση του σε ζητήματα που αφορούν τις μειονότητες αλλά και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, πρόκειται για έναν πολιτικό άνδρα με καλή διάθεση που αντιλαμβάνεται ότι η χώρα του πρέπει να απαγκιστρωθεί από στείρες και άδικες πολιτικές που υιοθέτησαν και εφάρμοσαν προκάτοχοί του καθώς και το λεγόμενο «βαθύ» Κράτος.
Ασφαλώς οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι μια εύκολη υπόθεση και μάλιστα σ’ έναν πολιτικό και κρατικό μηχανισμό οικοδομημένο με στρατιωτική λογική, με στερεότυπα και προκαταλήψεις σε βάρος των μειονοτήτων και διαποτισμένο – εδώ και δεκαετίες – με την εχθρότητα, την άγνοια και με το – συνήθως – καλλιεργημένο αίσθημα του κινδύνου της «εθνικής ασφάλειας» από την συνύπαρξη με «συμ»-πολίτες διαφορετικής καταγωγής και θρησκευτικής πίστης. Δεκτό λοιπόν ότι οι αλλαγές απαιτούν χρόνο.
Όμως, από την άλλη πλευρά, το να διατυπώνονται συνεχώς οι καλές προθέσεις είτε του Πρωθυπουργού Ερντογάν, είτε -παλαιότερα- υπουργών της Κυβερνήσεως του, ειδικά για το θέμα της Χάλκης, χωρίς να πραγματοποιούνται συγκεκριμένες ενέργειες για την επαναλειτουργία της, δημιουργούν την εντύπωση πως το θέμα ανακινείται κατά καιρούς για πολιτικές και μόνον σκοπιμότητες που συνδέονται και με τη διεθνή εικόνα της Τουρκίας. Και προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη καχυποψία όταν οι «καλές προθέσεις» συνδέονται με την λεγόμενη «αμοιβαιότητα», δηλαδή συνδέεται η τύχη της Σχολής – επί της ουσίας ο σεβασμός των δικαιωμάτων και των θρησκευτικών ελευθεριών μη μουσουλμάνων πολιτών της Τουρκίας – με το τι θα πράξει μια άλλη χώρα – εν προκειμένω η Ελλάδα – για τους μουσουλμάνους πολίτες της. Είναι σαφές ότι μια τέτοια πολιτική προσέγγιση θυσιάζει τα δικαιώματα των μη μουσουλμάνων πολιτών της Τουρκίας στο βωμό των όποιων καλών ή κακών διμερών ή διακρατικών σχέσεων της γειτονικής χώρας και του όποιου αγνού ή υπερβολικού (ή και εκ του πονηρού) ενδιαφέροντός της για πολίτες ενός άλλου κράτους.
Η Θεολογική Σχολή της Χάλκης πρέπει να επαναλειτουργήσει και μάλιστα γρήγορα. Δεν αποτελεί μια ακόμα ελληνοτουρκική διαφορά ούτε και εντάσσεται στα διμερή ζητήματα που απασχολούν Αθήνα και Άγκυρα. Πρόκειται για ζήτημα που σχετίζεται αποκλειστικά με την στάση του Τουρκικού Κράτους απέναντι σε μη μουσουλμάνους πολίτες του αλλά και απέναντι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, που είναι ο αρχαιότερος ζωντανός θεσμός στο έδαφος της σημερινής Τουρκίας.
Η Θεολογική Σχολή της Χάλκης πρέπει να επαναλειτουργήσει και αυτή η απόφαση θα αποτελέσει μια ουσιαστική συμβολή στην ενίσχυση των θρησκευτικών ελευθεριών και στην ενδυνάμωση του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε μια σύγχρονη Τουρκία που καθημερινώς αναμετράται με το πρόσφατο και το απώτερο παρελθόν της.
Η Θεολογική Σχολή της Χάλκης πρέπει να επαναλειτουργήσει και είμαι βέβαιος για το ειλικρινές ενδιαφέρον του Πρωθυπουργού Ερντογάν προς αυτή την κατεύθυνση αρκεί αυτό να μην εγκλωβιστεί σε λογικές εσωτερικών πολιτικών αντιπαραθέσεων ή μιας ανώφελης και άσχετης με την ουσία του ζητήματος επιχειρηματολογίας περί «αμοιβαιότητας».
Μέχρι σήμερα ο Πρωθυπουργός Ερντογάν και η Κυβέρνησή του έκαναν βήματα για την αποκατάσταση αδικιών που σημειώθηκαν κατά το παρελθόν σε βάρος των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων της χώρας. Τώρα οφείλουν και μπορούν να κάνουν ένα ακόμα βήμα που ασφαλώς θα αποτελέσει σημείο αναφοράς στην ιστορία της σύγχρονης Τουρκίας, την οποία με τόση υπομονή και επιμονή, παρά τις ποικίλες αντιξοότητες, οικοδομεί ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Ήρθε η ώρα οι καλές προθέσεις να γίνουν πράξη και η Θεολογική Σχολή της Χάλκης, που στέκει σιωπηλή στην κορυφή του λόφου της Ελπίδος από το 1971, να ανοίξει και πάλι τις πόρτες της για να υποδεχθεί τους νέους φοιτητές της.