Αποθαρρυντικά είναι τα νούμερα για την πορεία της εμπορικής επιχειρηματικότητας στη χώρα μας.>>>Συγκρίνοντας το 2010 με το 2011 η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου διαπιστώνει ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) είναι λιγότερες κατά 68.000 με απώλεια 135.000 θέσεων εργασίας, ενώ εκτιμάται ότι το τρέχον έτος άλλες 63.000 βρίσκονται στο "κόκκινο" και στα πρόθυρα να κατεβάσουν ρολά. Το 2011, εξ άλλου, χάθηκαν 77.800 θέσεις εργασίας, μόνο στο εμπόριο, ενώ οι απολύσεις εμφανίζουν αύξηση κατά 55%.

Παρουσιάζοντας, διεξοδικά, τις αρνητικές διαπιστώσεις και συγκρίσεις λειτουργίας των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στην Ελλάδα, με τις αντίστοιχες στην ΕΕ, ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Βασίλης Κορκίδης διερωτάται «κατά πόσον τελικά, οι περίφημες ατελείς μεταρρυθμίσεις των δύο τελευταίων ετών, σε συνδυασμό με τα υφεσιακά μέτρα, αντί να βελτιώσουν, επιδείνωσαν το επιχειρηματικό περιβάλλον στη χώρα μας». Θεωρεί, δε, ότι η ελληνική επιχειρηματικότητα χρειάζεται άμεσα, καλύτερη χρηματοπιστωτική αντιμετώπιση από τις τράπεζες και ταχύτερη πρόσβαση στους ευρωπαϊκούς πόρους. Ειδικότερα, αναλύοντας τα συγκριτικά στοιχεία λειτουργίας Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη και την Ευρωζώνη, η ΕΣΕΕ και το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών, καταγράφουν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

Η απασχόληση στις ελληνικές Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 85% του εργατικού δυναμικού, δηλαδή πολύ παραπάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ.

Ο αριθμός των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στην Ελλάδα με βάση το 100 ανέρχεται στο 93 έναντι 112 στην ΕΕ, ενώ η προστιθέμενη αξία της Μικρομεσαίας Επιχείρησης στην Ελλάδα υποχωρεί συνεχώς όσο μειώνεται ο αριθμός των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων.

Η συμμετοχή των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στη δημιουργία προστιθέμενης αξίας ανέρχεται στο 35.3% σε σχέση με το 21.8% των λοιπών χωρών της ΕΕ.

Το ονομαστικό ωριαίο εργατικό κόστος στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, μειώθηκε συνολικά κατά 7,5 ποσοστιαίες μονάδες, με το μισθολογικό κόστος να μειώνεται κατά 6,0% και το μη μισθολογικό κόστος κατά 12.5%, σημειώνοντας έτσι την καλύτερη επίδοση καθώς ήταν η μοναδική χώρα που εμφάνισε αξιοσημείωτη πτώση του συγκεκριμένου δείκτη στο σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι μεγάλες επιχειρήσεις δημιουργούν μόλις το 14% των θέσεων απασχόλησης στην Ελλάδα, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος της ΕΕ είναι 33%.

Οι ελληνικές Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις απασχολούν κατά μέσο όρο 2,9 άτομα, αριθμός αισθητά μικρότερος σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ, ο οποίος είναι 4,2 άτομα ανά επιχείρηση.

Οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα, σε όρους πλήθους επιχειρήσεων, είναι σαφώς μικρότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ (34% έναντι 44%). Περίπου τα ίδια δεδομένα με τα παραπάνω ισχύουν, αναφορικά με την απασχόληση και την προστιθέμενη αξία, και στον τομέα των υπηρεσιών.

Από την άλλη πλευρά οι ελληνικές Μικρομεσαίες

Επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του εμπορίου είναι αναλογικά περισσότερες από τον μέρσο όρο της ΕΕ (42% έναντι 31%).

Ακόμη, σημειώνεται ότι: Τα στοιχεία φορολόγησης των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στην Ελλάδα δείχνουν ότι αθροιστικά από άμεσους και έμμεσους τακτικούς ετήσιους φόρους, αλλά και από αναδρομικές και έκτακτες εισφορές προκύπτει μία επιβάρυνση που κυμαίνεται από 48% έως 53%, ενώ στην ΕΕ η φορολογία δεν ξεπερνά το 33%. Αξίζει να επισημάνουμε ότι η χώρα μας είναι η μοναδική περίπτωση επιβολής 32 ειδικών, έκτακτων και αναδρομικών φόρων. Ενώ ο ρυθμός δημιουργίας των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι σχεδόν παρεμφερής με αυτόν του μέσου όρου της ΕΕ (14% σε Ελλάδα και 12% σε ΕΕ), το μερίδιο των επιχειρηματιών που εκμεταλλεύτηκαν τις κατάλληλες ευκαιρίες για να ανοίξουν μία επιχείρηση είναι σαφώς υποδεέστερο από εκείνο του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ (39% σε σχέση με το 55%). Αυτό το στοιχείο υπονοεί πως ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων επιχειρηματιών έχουν οδηγηθεί στο άνοιγμα της επιχείρησής τους λόγω ανάγκης και έλλειψης άλλων εναλλακτικών- προοπτικών. Η προώθηση-διαφήμιση της επιχειρηματικότητας από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης είναι αισθητά μικρότερη στην Ελλάδα (34,5%) σε σχέση με τις λοιπές χώρες της ΕΕ (51,35%).