Τοποθέτησαν τα χρήματά τους σε ελληνικά ομόλογα. Αντί να κερδίσουν, είδαν, με το “κούρεμα” την επένδυσή τους, να μειώνεται κατά 160.000 ευρώ. Άκουσαν τον –τότε- υπουργό Οικονομικών, Ευάγ. Βενιζέλο, να τους διαβεβαιώνει ότι δε θα χάσουν τα χρήματά τους. Όμως, τελικά, ήταν οι μεγάλοι χαμένοι του κουρέματος. Τώρα ζητούν δικαιοσύνη. >>>

 

Οι τέσσερις ιδιώτες ομολογιούχοι από τη Θεσσαλονίκη προσέφυγαν στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Διεκδικούν αποζημίωση ίση με το “κούρεμα”.

Και οι τέσσερις ιδιώτες ομολογιούχοι είναι μέλη της ίδιας οικογένειας. Ισχυρίζονται ότι το Ελληνικό Δημόσιο «ενήργησε αντίθετα με τις Συνταγματικές επιταγές, τις Αρχές της χρηστής Διοίκησης και της Νομιμότητας και κάθε έννοιας Δικαίου». Του καταλογίζουν «παράνομη πρακτική», διότι, όπως υποστηρίζουν, εάν γνώριζαν εξαρχής τη δυνατότητα μονομερούς απομείωσης της αξίας των ομολόγων, δεν θα προχωρούσαν στη σύναψη της σύμβασης και την αγορά του ομολόγου. Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι είναι «καταχρηστικό και παράνομο να ανταλλάσσονται ομόλογα λήξεως 2013 και 2026 με ομόλογα λήξεως έτους 2042, ήτοι 30 ετών από σήμερα, χρόνος κατά τον οποίο τίθεται εν αμφιβόλω εάν θα βρισκόμαστε στη ζωή».

Υποστηρίζουν, ακόμη, ότι υπέστησαν άδικη μεταχείριση σε σχέση με τους καταθέτες χρημάτων σε ιδιωτικές τράπεζες, αφού οι καταθέτες προστατεύονται ως το ποσό των 100.000 ευρώ ανά κατάθεση.

Στην αγωγή τους αναφέρουν ότι τοποθέτησαν τα χρήματά τους με την αρχή της κρίσης, όταν τους έπεισαν οι διάφορες κυβερνήσεις για την ασφάλεια των ελληνικών ομολόγων, πως δεν υπήρχε περίπτωση ελληνικής πτώχευσης κι επειδή ήθελαν να συμβάλουν στον αγώνα της ελληνικής οικονομίας (μάλιστα έδωσαν και… 300 ευρώ στον τραπεζικό λογαριασμό υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου!). Υποστηρίζουν, τέλος, ότι δεν είναι κερδοσκόποι, «όπως η πλειονότητα των «θεσμικών» επενδυτών που αργότερα αγόρασαν στο 30 ή και στο 25% της ονομαστικής αξίας των ομολόγων, ευελπιστώντας σε υπέρογκες αποδόσεις, αλλά απλοί μακροπρόθεσμοι αποταμιευτές με πρωταρχικό μάλιστα κίνητρο το πατριωτικό μας καθήκον».