Στην Ίμβρο θαυματουργή είναι η "Παναγιά η Μπαλωμένη". Είναι χτισμένη στην μέση μιας κάθετης σχεδόν πλαγιάς, που κατεβαίνει ως τη θάλασσα απέναντι στη Σαμοθράκη. Η τοποθεσία λέγεται Μεσάδι. Βρίσκεται σχεδόν σε ίση απόσταση από τα χωρια >>>
σχοινούδι και Αγρίδια. Ο δρόμος είναι γεμάτος κακοτοπιές. Περνάει ανάμεσα σε γκρεμούς και χαράδρες. Αυτό όμως δεν εμποδίζει τους προσκυνητές να πηγαίνουν δυο ώρες δρομο με τα πόδια και πολλές φορές ξυπόλητοι.Κάθε χρόνο το Δεκαπεντάυγουστο, ανήμερα της γιορτής της, κόσμος πολύς πήγαινε, γιατί ήταν παρηγοριά και ελπίδα όλων των πονεμένων και των πενομένων. Μεγάλη η χάρη της. Πολλά τα τάματα. Οι πιο πολλοί πήγαιναν με τα πόδια αλλά όχι με "άδεια χέρια". Άλλος σήκωνε στην αγκαλιά ένα παιδί που του "έδωσε η χάρη της", η το έσωστε από βαριά αρρώστια, άλλος κουβαλούσε στον ώμο ένα λαγήνι λάδι, άλλος σαν τον καλό ποιμένα ένα αρνί ζωντανό, άλλος έναν τρουβά κερί κι άλλοι άλλα, ο,τι είχαν τάμα. Κι όλοι ετούτοι, οι πιο πολλοί ξιπόλητοι περπατώντας πάνω στις σκληρές πέτρες που έκαιγαν από τον αυγουστιάτικο ήλιο, τα ξερά σύκα και αγκάθια. Δεν ήταν λοιπόν μόνο η προσφορά, αλλά και η δοκιμασία, στην οποία υπέβαλαν τον εαυτό τους, μια δοκιμασία που ήταν χαρά και ικανοποίηση, γιατί όπως έλεγαν και ομολογούσαν, ούτε κούραση, ούτε πόνο αισθάνονταν κι ούτε ένα σημάδι κακουχίας φαίνονταν στα πόδια τους. Απίστευτο με τα μέτρα της λογικής, λογικό όμως με τα σταθμά της πίστης. Σαν τους Αναστενάρηδες, που αλωνίζουν ξιπόλητοι τα αναμένα κάρβουνα και δεν καίγονται. Τι λέει ομως η λαική ιστορία για την Παναγία της Μπαλωμένης; Στα βυζαντινά χρόνια ήταν ένας βασιλιάς ο οποίος είχε έναν και μοναδικό γιο. Κάποια μέρα το βασιλόπουλο ξέφυγε από την προσοχή της παραμάνας του, βρήκε ένα μαχαίρι και παίζοντας μαζί του μαχαιρώθηκε στην κοιλιά του. Η παραμάνα το βρήκε μέσα στα άιματα, του έδεσε την πληγή με επιδέσμους και προσευχήθηκε κλαίγοντας στην Παναγία να σώσει το παιδί. Έτσι την βρήκαν ο βασιλιάς κι η βασίλισσα όταν γύρισαν. Να προσεύχεται κλαίγοντας. Έντρομη η βασίλισα έτρεξε κι άρχισε να λύνει τους επιδέσμους. Στο τελευταίο κομάτι του επιδέσμου, στο κομάτι που ακουμπούσε την πληγή βρισκόταν αποτυπωμένη η εικόνα της Παναγίας και στην κοιλιά του παιδιού υπήρχε ένα μπάλωμα που ούτε ο καλύτερος χειρούργος θα μπορούσε να το κάνει.
Ο βασιλιάς θέλωντας να ευχαριστήσει την Παναγία που έσωσε το μοναχοπαίδι του, της έταξε ότι θα χτίσει ναό στ'όνομα Της, αλλά δεν ήξερε που να τον χτίσει. Το βράδυ στον ύπνο του είδε ότι ένα ακυβέρνητο καράβι θα του έδειχνε ακριβώς τον τόπο. Έτσι το πρωί πήρε την συνοδεία του, μπήκε στο βασιλικό του πλοίο και το άφησε χωρίς τιμονιέρη να πλέει. Το πλοίο περνώντας τον Ελλήσποντο έφτασε παραμονή του Δεκαπενταύγουστου στην Ίμβρο και σταμάτησε. Είχε βραδυάσει κί όλοι έπεσαν για ύπνο εκτός του βασιλιά που δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Είδε λοιπόν μέσα στο σκοτάδι ένα αμυδρό φως σαν από καντήλι σε μια βουνοπλαγιά. Αμέσως ξύπνησε τους άντρες του και ξεκίνησαν ν'ανεβαίνουν την πλαγιά ακολουθώντας το φως.
Όταν έφτασαν στο σημείο που έβλεπαν το φως, το φως χάθηκε. Ο βασιλιάς έμπηξε το σπαθί του στη γη για σημάδι και γύρισαν όλοι στο καράβι περιμένοντας να ξημερώσει. όταν ξημέρωσε επέστρεψαν κι άρχισαν να σκάβουν. Μετά από λίγο βρήκαν μία φυσική στοά μέσα στην οποία βρήκαν το εικόνισμα της Παναγίας, ένα καντήλι αναμμένο και δίπλα μία πηγή που ανάβλυζε νερό, το οποίο μετά από λίγα μέτρα χανόταν κι επέστρφε στη γη. Εκεί έχτισε εκκλησία και την όνόμασε Παναγιά η Μπαλωμένη. Μέχρι σήμερα η εικόνα της Παναγίας βρίσκεται στο ίδιο σημείο και η πηγή εξακολουθεί να βγάζει κρυστάλλινο νερό το οποίο δεν σώνεται όσο κι αν πίνουν και παίρνουν μαζί τους οι πιστοί.