Η μπάλα γυρίζει όπως γυρίζει και ο πλανήτης μας.  Τον τελικό του παγκοσμίου κυπέλλου του 1994 είχαν παρακολουθήσει κοντά δυο δισεκατομμύρια τηλεθεατές , ένας αριθμός ασύλληπτος για το σπόρ εως τότε. Το ποδόσφαιρο αποτελεί αναμφίβολα το πιο δημοφιλές πάθος
. Πολλοί λάτρεις της μπάλας παίζουν στα γήπεδα και στα λιβάδια, και πολλοί ανήκουν στην τηλεπλατεία, που παρακολουθεί από το σαλόνι του σπιτιού του. Μετά το τέλος του παγκοσμίου κυπέλλου 1994, όλα τα παιδιά που γεννήθηκαν στην Βραζιλία ονομάστηκαν Ρομάριο και Μπεμπέτο.

Ακόμη και η χλόη του σταδίου του Λός Αντζελες, πουλήθηκε με το κομμάτι σαν την πίτσα, προς 20 δολάρια το τεμάχιο. Πρόκειται άραγε για μια τρέλα που της αξίζει καλύτερη αντιμετώπιση;  Κάποτε στην Γερμανία ένας δημοσιογράφος είχε ρωτήσει μια θεολόγο: 
_Πώς θα εξηγούσατε σε ένα παιδί τι θα πει ευτυχία;
_ «Δεν θα εξηγούσα» απάντησε. « Θα του έδινα μια μπάλα για να παίξει»
Όσο και αν οι τεχνοκράτες προγραμματίζουν το ποδόσφαιρο, μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια,  το ποδόσφαιρο θα επιμένει πάντα να είναι η τέχνη του απρόβλεπτου. Εκεί που κανείς δεν το περιμένει ξεπηδάει το αδύνατο, ο νάνος που δίνει ένα μάθημα στον γίγαντα.  Υπάρχει και ένα εκπληκτικό κενό: η επίσημη ιστορία αγνοεί το ποδόσφαιρο. Τα κείμενα σύγχρονης ιστορίας δεν το αναφέρουν , ούτε σαν επεισόδιο, σεχώρες που το ποδόσφαιρο  ήταν και συνεχίζει να είναι πρωταρχικό στοιχείο της συλλογικής ταυτότητας. Το στυλ του παιχνιδιού αντιστοιχεί σε έναν τρόπο ζωής , που αποκαλύπτει την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της κάθε κοινωνίας και διακηρύσσει το δικαίωμα της στην διαφορά. Πές μου πώς παίζεις για να σου πώς ποιος είσαι. Βεβαία οι εποχές άλλαξαν. Η Βραζιλία του 1958 και του 1970 είναι μια μακρινή ανάμνηση, πολύ περισσότερο η Ουγγαρία του Πούσκας, αλλά και η Ολλανδια του Κρόιφ. Ακόμη και τα μαγικά του Μαραντόνα δεν μπορούν να βρουν νέο εκφραστή.  Πλέον ζούμε σε μια εποχή υποχρεωτικής ομοιομορφίας του ποδοσφαίρου όπως και όλων των υπολοίπων.