mardas_01Του Δημήτρη Μάρδα

To ζητούμενο ήταν ένας πρωθυπουργός κοινής αποδοχής ή νέες ιδέες που θα οδηγούσαν είτε στη μη εκποίηση της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου είτε σε με μια πολιτική που θα τόνωνε την οικονομική ανάπτυξη, οδηγώντας εκ των πραγμάτων, στην αναδιαπραγμάτευση των όρων του Μνημονίου; >>>

 

Τελικά αποδείχθηκε δυστυχώς, ότι το ζητούμενο ήταν το πρώτο. Τι εννοούμε όμως πρωθυπουργό κοινής αποδοχής; Εννοούμε, σύμφωνα με τα όσα ζήσαμε στις ημέρες μας, ένα άβουλα πολιτικά άτομο, ετών 80-85, που επιδιώκει να βρει ισορροπίες ανάμεσα στις ετερόκλητες πολιτικές δυνάμεις που τον ανέδειξαν, παίζοντας έτσι το ρόλο της μαριονέτας και οδηγώντας σε τελική ανάλυση τη χώρα εκλογές. Σε μια λοιπόν εμπόλεμη κατάσταση, οι προτείνοντες τα ανωτέρω φωτογράφιζαν στην θέση αυτή, ένα πρόσωπο βιτρίνα αντίστοιχο του Προέδρου της Δημοκρατίας!.

Μήπως οι εμπνευστές τέτοιων προτάσεων δίνουν την εντύπωση ότι έχουν χάσει την αίσθηση του χρόνου βιώνοντας από την άλλη την αυταπάτη ότι είναι οι κυρίαρχοι του παιγνιδιού της προ των πυλών χρεοκοπίας; Η μήπως έχουν την ψευδαίσθηση ότι όλα είναι μέρος ενός παιγνίου μιας εικονικής απειλής για χρεοκοπία;

-Η παραίτηση από το βουλευτικό αξίωμα, λόγω διαφωνιών σε θέματα αρχής ή μέτρων πολιτικής αποτελεί πράξη ευθύνης αν όχι τόλμης, όταν φυσικά δε συνδυάζεται με προσωπικές βλέψεις. Αυτό τουλάχιστον συνάγεται από τη συμπεριφορά των δυο πρώην βουλευτών των κων Φλωρίδη και Νασιώκα. Παρέδωσαν τις έδρες τους στο κυβερνών κόμμα, με το οποίο κατέβηκαν στις εκλογές και στο οποίο τις οφείλουν.

Αντίθετα, η ανεξαρτητοποίηση του βουλευτή Φλώρινας κου Γ. Λιάνη και η πεισματική ‘διατήρηση της καρέκλας’ που κατέχει στη Βουλή, αποτελεί μια κίνηση πολιτικής αναξιοπρέπειας αν όχι πολιτικού αριβισμού, που αντανακλά σε τελική ανάλυση και το πολιτικό ήθος του εν λόγω ατόμου, όπως και των ομοίων του. Πολιτικά ετερόφωτος, αναδειχθείς από το 1989 μέσω του γνωστού μηχανισμού στήριξης της οικογενειοκρατίας (βλ. Δήμητρα Λιάνη-Παπανδρέου), έκανε λοιπόν την ηρωική του έξοδο σε μια δύσκολη καμπή της χώρας, θεωρώντας από την άλλη ότι η έδρα της Βουλής είναι δικό του απόκτημα, της ίδιας της προσωπικότητας του. Ποιας όμως προσωπικότητας; 

Ως προς το πολιτικό του ήθος, ψάχνουμε με το φανάρι του Διογένη να το βρούμε. Πού ήταν τότε κατά την περίοδο του 1990 και μετά, για να προτάξει το επαναστατικό του μένος και αντισταθεί στη λαίλαπα των προεκλογικών προσλήψεων χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων; Πότε ως αγανακτισμένος βουλευτής αντιστάθηκε στην πολιτική της ρουσφετολογίας; Πού ήταν επίσης στη Βουλή να καυτηριάσει τα ελλείμματα των κρατικών προϋπολογισμών στο όνομα μιας αλόγιστης κατανάλωσης από το 1992 και μετά; Γιατί τέλος δεν επαναστάτησε κατά της εκχώρησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων του κράτους σε συντεχνίες, σε ΔΕΚΟ και συνδικαλιστές με μισθούς πενταπλάσιους των απλών πληβείων της χώρας;

Πώς έτσι αίφνης ήρθε η ώρα της εξέγερσης; Ήταν μάλλον το απαύγασμα μιας ετεροχρονισμένης αγανάκτησης κατά ενός αναξιοκρατικού συστήματος, το οποίο σε τελική ανάλυση, τον ανέδειξε μετά από μια ευνοϊκή προσωπική συγκυρία. 

Ο πολιτικός αριβισμός έχει όμως όρια και οι επιλεκτικές επαναστάσεις, που αποκαλύπτουν μια επαίσχυντη μορφή υποκρισίας,  φαίνεται να έχουν πια ημερομηνία λήξης στα μάτια των ψηφοφόρων!


* Ο Δ. Μάρδας είναι Αν. καθηγητής του Τμήματος οικονομιών Επιστημών του ΑΠΘ

www.mardas.gr