Υπερκοστολογήσεις, απευθείας αναθέσεις και σοβαρές παρατυπίες όσον αφορά στη συντήρηση και προμήθεια ιατρικού εξοπλισμού από την εταιρεία Siemens ΑΕ, φέρνουν στην επιφάνεια τα πορίσματα του Σώματος Επιθεωρητών Υγείας για τις συμβάσεις που συνάπτονταν ανάμεσα στην γερμανική εταιρία και τα δημόσια νοσοκομεία από το 2000 έως το 2009.
Όπως προκύπτει από τα 164 πορίσματα που συντάχθηκαν έπειτα από ελέγχους των επιθεωρητών Δημόσιας Υγείας σε νοσοκομεία όλης της χώρας και κατατέθηκαν στην εξεταστική επιτροπή, το καθεστώς των απευθείας αναθέσεων, ιδίως για τη συντήρηση και προμήθεια ανταλλακτικών στη Siemens Α.Ε., προκάλεσε υπερτιμολογήσεις, ενώ συγκρούεται με την έννοια του ανταγωνισμού, ο οποίος θα είχε εξυπηρετηθεί, εφόσον ακολουθούνταν οι διαδικασίες του ανοικτού διαγωνισμού.
Η εικόνα που έχουν σχηματίσει οι βουλευτές που ασχολούνται με την υπόθεση, είναι ότι η εταιρεία διαμόρφωνε τις τιμές κατά το δοκούν, αφού δεν υπήρχε ανταγωνισμός.
Το αποτέλεσμα ήταν, σε αρκετές περιπτώσεις το κόστος συντήρησης να ξεπερνά κατά πολύ το κόστος της ίδιας της σύμβασης για μηχανήματα, όπως αξονικούς και μαγνητικούς τομογράφους, μηχανήματα εντατικής θεραπείας, αναισθησιολογικά μηχανήματα, αγγειογράφους, υπερηχοτομογράφους κ.ά.
Το πρώτο πακέτο ελέγχου δεν περιλαμβάνει νοσοκομεία τα οποία επιχορηγούνται από το Δημόσιο, όπως το Ωνάσειο, το «Παπαγεωργίου» και το Ντυνάν, γενική διαπίστωση είναι ωστόσο ότι οι διοικήσεις «ούτε αξιολογούσαν, ούτε συνέκριναν, ούτε διαπραγματεύονταν καλύτερες τιμές με τη γερμανική εταιρεία, αλλά ούτε και έψαχναν αν υπήρχαν στην αγορά εταιρείες, που θα κάλυπταν απλές συντηρήσεις φθηνότερα».
Η πλειονότητα των επιθεωρητών συγκλίνει στο συμπέρασμα ότι οι διοικητές των νοσοκομείων αξιοποιούσαν τις διατάξεις του νόμου 2286/95 περί προμηθειών του δημοσίου και ανέθεταν απευθείας, ίσως και χωρίς την επιβολή όρων, διαπραγμάτευσεις, που προβλέπει ο νόμος.
Με τη διαδικασία αυτή δεν φρόντιζαν να συμπεριλάβουν και δεσμευτικούς όρους για τον ανάδοχο, σε σχέση με το κόστος συντήρησης και το κόστος των ανταλλακτικών.