Τυπωμένες αναμνήσεις, παγωμένες στο χρόνο, οι τελευταίες στιγμές τους στο παλιό «σπίτι» τους, οι στιγμές της «μετοικήσεως», του αποχωρισμού και οι στιγμές της άφιξης. «Εκκρεμή σώματα», «Σαβανωμένες θεότητες», οι Κόρες, που στεγάζονταν στο παλαιό μουσείο της Ακρόπολης κατά τη μεταφορά τους στο νέο μουσείο της Ακρόπολης, όπως τις φωτογράφισε-αποκάλυψε με το φακό της η Λίζη Καλλιγά και παρουσιάζονται στην έκθεση «Λίζη Καλλιγά. Μετοίκησις», που διοργανώνει το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, από 24 Απριλίου μέχρι 6 Ιουνίου, στο πλαίσιο του αφιερώματός σε σύγχρονες γυναίκες εικαστικούς.
Την επιμέλεια της έκθεσης –που εντάσσεται στη φετινή Φωτομπιενάλε που διοργανώνει το Μουσείο Φωτογραφίας- συνυπογράφουν η διευθύντρια του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, Συραγώ Τσιάρα και η ιστορικός τέχνης, Χριστίνα Πετρηνού.
Οι επισκέπτες της έκθεσης θα έχουν την ευκαιρία να δουν 25 φωτογραφίες μεγάλου μεγέθους από το παλαιό μουσείο της Ακρόπολης. Η φωτογράφηση άρχισε λίγο πριν την προετοιμασία για τη μεταφορά των εκθεμάτων του στο νέο μουσείο της Ακρόπολης (2007). Η Λίζη Καλλιγά είχε την ευκαιρία να περιδιαβεί και να απαθανατίσει το χώρο που για χρόνια προσέφερε στέγη στα μοναδικά έργα της αρχαίας γλυπτικής του Ιερού Βράχου. Ο φακός της εστιάζει κυρίως στα ίδια τα γλυπτά, τυλιγμένα μέσα σε λευκά υφάσματα, έτοιμα για μεταφορά. Επιλέγει ολόσωμες απόψεις ή ορισμένα μέλη τους, ενώ σπανιότερα απαθανατίζει μία συνάθροιση αγαλμάτων. Το πραγματολογικό πλαίσιο της σκηνής γίνεται έμμεσα αντιληπτό: μία λεπτομέρεια αριθμημένου κιβωτίου ή βάθρου, τα υλικά συσκευασίας, γυμνά μέλη δίπλα σε ενδεδυμένα και το χαρακτηριστικό μπλε χρώμα στους τοίχους αποτελούν υπαινικτικά οπτικά ερεθίσματα – σημεία αγκίστρωσης στο συγκεκριμένο τόπο (παλαιό μουσείο ακρόπολης) και τη συγκυρία (συσκευασία αγαλμάτων για μεταφορά). Δεν πρόκειται λοιπόν για μία φωτογράφηση τεκμηρίωσης –αν και θα μπορούσε να υποστηρίξει ένα αντίστοιχο εγχείρημα- αλλά για μία ιμπρεσιονιστικής αντίληψης απόδοση μιας κρίσιμης στιγμής στο ‘βίο’ των συγκεκριμένων αγαλμάτων.
Η Λίζη Καλλιγά, εξηγεί πως ξεκίνησε η περιπέτεια αυτή: « Ήθελα να κρατήσω κάτι από την παλιά ατμόσφαιρα ενός χώρου πολύ σημαντικού, ιστορικού αλλά και για μένα συναισθηματικά φορτισμένου, γιατί ήταν το αγαπημένο μου μουσείο. […] Είχα σταθεί ιδιαίτερα στην αίθουσα με τις Κόρες κοιτώντας τες γύρω-γύρω με μεγάλη προσοχή στην κάθε λεπτομέρειά τους. Ο τρόπος που ήταν τοποθετημένες, σε ημικύκλιο στο βάθος της αίθουσας. το σκούρο μπλε χρώμα στο φόντο που τις περιέβαλε, το λιγοστό φως που έπεφτε από τα υπερυψωμένα παράθυρα, στα μάτια μου έμοιαζαν μαγικά. Η αισθητική του χώρου της δεκαετίας του 50 μαζί με το υπέρτατο κάλλος των αρχαϊκών αγαλμάτων δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα πολύ ιδιαίτερη. Ήξερα ότι η νέα τους τοποθέτηση στο νέο μουσείο θα έδινε άλλη εντύπωση, σίγουρα πολύ διαφορετική. Η παρούσα κατάσταση θα ήταν οριστικά παρελθόν πια, παρόλο που μέχρι τώρα είχε συγκινήσει πάρα πολλούς ανθρώπους, επισκέπτες, προσκυνητές, ταξιδιώτες κλπ. Επιπλέον, το γεγονός ότι αυτές οι Κόρες θα έφευγαν από το βράχο της Ακρόπολης, για πρώτη φορά τώρα μετά από 2500 χρόνια, έδινε ένα τόνο μελαγχολίας στη σκέψη μου, τις φανταζόμουν να ξεριζώνονται από το φυσικό τους χώρο».
Η ίδια συμπληρώνει: «Όταν άρχισε η προετοιμασία για την μεταφορά τους έζησα από κοντά μια πολύ σημαντική και μοναδική εμπειρία. Ο χώρος είχε μεταβληθεί σε μια μεγάλη αίθουσα νοσοκομείου-χειρουργείου. Συντηρητές και αρχαιολόγοι με άσπρα γάντια περιτριγύριζαν τα αρχαία αντικείμενα, με ησυχία και με τις οδηγίες ενός άψογα καλομελετημένου σχεδίου, εκτελούσαν τις εργασίες που έπρεπε. Ετοιμαζόντουσαν για τον εγκιβωτισμό τους, το κάθε ένα ξεχωριστά, έτσι ώστε να μεταφερθούν απόλυτα ασφαλή, με τον γερανό, από το Ιερό βράχο στο Νέο Μουσείο που βρίσκεται από κάτω. Τυλιγμένα στα πανιά τους τα αγάλματα γινόντουσαν μυστηριώδη και με ένα παράξενο τρόπο τα έβλεπα σα να ήταν ζωντανά κάτω από το λευκό ύφασμα που τα σκέπαζε. Με το μυαλό μου έφτιαχνα παραμύθια και ιστορίες, με την μηχανή μου προσπαθούσα να κάνω εικόνα όλα αυτά που έβλεπα και αισθανόμουν».
Ο ιστορικός της φωτογραφίας, Γιάννης Σταθάτος στο κείμενο του στον κατάλογο της έκθεσης υπογραμμίζει: «Οι μορφές που βλέπουμε στις φωτογραφίες της Λίζης Καλλιγά είναι αυστηρές, ιερατικές. Τα άλλοτε γνώριμα ίσως αγάλματα, τυλιγμένα εξ ολοκλήρου στο λευκό ύφασμα και έτοιμα για μετοίκιση από τον βράχο της Ακροπόλεως στην καινούργια τους κατοικία, φαντάζουν ξαφνικά απόμακρα και ξένα. Σαβανωμένα, τα αγάλματα αλλάζουν όχι μόνον όψη, αλλά και φύση, και η αλλαγή αυτή είναι καθοριστική. […] Στην αναπάντεχη εκδοχή που παρουσιάζει η Καλλιγά, τα αγάλματα έχουν αποκτήσει μια εντελώς καινούργια, σχεδόν ανησυχητική βαρύτητα. Ενώ θα περίμενε κανείς ότι το ύφασμα που τα κουκουλώνει θα τα αποδυνάμωνε, αφαιρώντας κάθε ίχνος ατομικότητας και μετατρέποντάς τα σε ταπεινούς, ανώνυμους μπόγους, τελικά συμβαίνει το αντίθετο: οι σαβανωμένες μορφές, αγνώριστες, ορθώνονται επιβλητικά, αξιώνοντας σχεδόν τον σεβασμό μας. Θα μπορούσαν να είναι ιέρειες, μάντισσες, ακόμα και πολεμιστές, αν δεν ήταν τελικά προφανές ότι πρόκειται για θεότητες. […] Τα αγάλματα ήσαν στο μουσείο, τα αγάλματα είναι και πάλι στο μουσείο· το κατά πόσον η αλλαγή αυτή είναι τελικά για το καλύτερο, ο καιρός θα δείξει. Οι σαβανωμένες θεότητες, στο μεταίχμιο όπου τις τοποθετεί η Λίζη Καλλιγά, τηρούν τη σιωπή που αρμόζει στο λειτούργημά τους».
Η διευθύντρια του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης Συραγώ Τσιάρα, που συνυπογράφει την επιμέλεια της έκθεσης διευκρινίζει: «Η Λίζη Καλλιγά επιτυγχάνει μία λεπτή ισορροπία στην απόδοση της αίσθησης που προκαλούν τα αδιαπέραστα προστατευτικά υφάσματα και οι κυρίαρχοι όγκοι εντός τους. Υπάρχουν στιγμιότυπα στα οποία πρόσωπα, μέλη ή και ολόσωμες μορφές διαγράφονται ευδιάκριτα πίσω από τα καλύμματά τους καλώντας τον θεατή ν’ αφουγκραστεί τους φόβους και τις προσδοκίες τους για το επερχόμενο ταξίδι τους. […] Οι φωτογραφίες της Λίζης Καλλιγά ανακαλούν την αισθαντικότητα των Εραστών του Ρενέ Μαγκρίτ. Η καλλιτεχνική τους αξία δεν έγκειται στην αποκάλυψη της κρυμμένης ζωής των πολύτιμων αντικειμένων πίσω από τα προστατευτικά ενδύματα, αλλά στη δημιουργία μιας τρίτης, πιο σύνθετης πραγματικότητας που εξελίσσεται στο χώρο γύρω, μέσα και έξω από τους συμπαγείς γλυπτούς όγκους των καλυμμένων αντικειμένων, στις χωρικές δυναμικές σχέσεις που συγκροτούν τα σώματα στο περιβάλλον τους. Καθώς το όλον συνοψίζεται στις εκδιπλώσεις , τις καμπές, τις καμπυλότητες και την πλαστικότητα του ενδύματος, το σώμα μετατοπίζεται και καθίσταται ένα διαρκώς εξελισσόμενο συμβάν. Η γωνία θέασης, η πηγή φωτισμού, η μελέτη των πτυχώσεων και η εστίαση σε επιλεγμένες, μεγεθυσμένες λεπτομέρειες , αποτελούν ορισμένα μόνο από τα μέσα που αξιοποιεί η Καλλιγά για να αποδώσει τη ζωτικότητα της ύλης, συνεπής προς την κλασική αντίληψη ότι η υψηλή τέχνη ενσαρκώνει άυλες ποιότητες, ενώ συγγενεύει εκλεκτικά με την ερμηνεία του κόσμου από τον Ντελέζ1 ως ένα σώμα άπειρων πτυχώσεων και επιφανειών που συστρέφονται μέσα στο χρόνο και του χώρο. […] Τα τυλιγμένα σώματα της Λίζης Καλλιγά είναι απαλλαγμένα από το φορτίο της ηδονοβλεψίας∙ ισορροπούν ανάμεσα στη σαγήνη του μυστηρίου και τις ορατές επεμβάσεις για την προστασία των ευάλωτων μελών τους. Οι μορφές –περίκλειστες και αυτάρκεις- εκτίθενται σε διαφορετικές εκδοχές πρόσληψης της ερμηνείας τους ενσωματώνοντας νέα στρώματα μνήμης κατά την πορεία της μετοίκησής τους».

Επιμέλεια: Συραγώ Τσιάρα, διευθύντρια του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης και Χριστίνα Πετρηνού, ιστορικός τέχνης.
Διοργάνωση: Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης

INFO
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
ΚΕΝΤΡΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Αποθήκη Β1, Λιμάνι - Τ.Θ. 107 59, 54110 Θεσσαλονίκη
www.cact.gr , info@cact.gr , www.myspace.com/cact_
«Λίζη Καλλιγά. Μετοίκησις»
Διάρκεια: 24 Απριλίου-6 Ιουνίου
Εγκαίνια: 24 Απριλίου, ΚΣΤΘ, Αποθήκη Β1